γυμνητεία

γυμνητεία
γυμνητείᾱ , γυμνητεία
light-armed troops
fem nom/voc/acc dual
γυμνητείᾱ , γυμνητεία
light-armed troops
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
γυμνητείᾱ , γυμνητία
fem nom/voc/acc dual
γυμνητείᾱ , γυμνητία
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γυμνητεία — η (AM γυμνητεία) [γυμνητεύω] η γύμνια αρχ. στρατιώτες ελαφρά οπλισμένοι …   Dictionary of Greek

  • γυμνητείας — γυμνητείᾱς , γυμνητεία light armed troops fem acc pl γυμνητείᾱς , γυμνητεία light armed troops fem gen sg (attic doric aeolic) γυμνητείᾱς , γυμνητία fem acc pl γυμνητείᾱς , γυμνητία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνητείαν — γυμνητείᾱν , γυμνητεία light armed troops fem acc sg (attic doric aeolic) γυμνητείᾱν , γυμνητία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνητείαις — γυμνητεία light armed troops fem dat pl γυμνητία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνητικός — γυμνητικός, ή, όν (Α) [γυμνής] 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε γυμνήτη 2. το ουδ. ως ουσ. τό γυμνητικόν η γυμνητεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”